δαίτης — δαίτη feast fem gen sg (attic epic ionic) δαίτης priest who divided the victims masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαῖταν — δαίτης priest who divided the victims masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισοδαίτης — ἰσοδαίτης, ὁ (Α) 1. (επίθ. τού Διονύσου και τού Πλούτωνος) αυτός που μοιράζει δίκαια, με ισότητα προς όλους 2. ονομασία ενός δαίμονα 3. αυτός που κόβει σε μερίδες ή μοιράζει το κρέας στο τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + δαίτης (< δαίομαι… … Dictionary of Greek
κρεοδαίτης — κρεοδαίτης, ὁ, θηλ. κρεοδαῑτις, ιδος (Α) 1. αυτός που έκοβε και μοίραζε το κρέας στις δημόσιες ευωχίες («κρεοδαίτης δὲ ὁ διατέμνων, ὃν καὶ μάγειρον καὶ ἄρταμον ἔνιοι καλοῡσιν», Πολυδ.) 2. φρ. «κρεοδαῑτις ἀρχή» το επάγγελμα τού κρεοδαίτη. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
λαγοδαίτης — λαγοδαίτης, ὁ (Α) (για αετό) αυτός που κατατρώγει τους λαγούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + δαίτης (< δαίομαι «διαιρώ, χωρίζω»), πρβλ* κρεο δαίτης, χρηματο δαίτης] … Dictionary of Greek
ξενοδαίτης — ξενοδαίτης, δωρ. τ. ξενοδαίτας, ὁ (Α) (για τους Κύκλωπες) αυτός που κατατρώγει τους φιλοξενουμένους ή τους ξένους («ἐκκαίετε τὴν ὀφρὺν θηρὸς τοῡ ξενοδαίτα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + δαίτης (< δαίομαι «τρώγω»), πρβλ. κρεο δαίτης, λαγο… … Dictionary of Greek
τεκνοδαίτης — ὁ, Α αυτός που τρώει τα παιδιά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + δαίτης (< δαίτης < δαίομαι «μοιράζω, τρώω»), πρβλ. ξενο δαίτης] … Dictionary of Greek
δαῖθ' — δαῖτα , δαίς 3 fire brand fem acc sg δαῖτε , δαίς 3 fire brand fem nom/voc/acc dual δαῖται , δαίτη feast fem nom/voc pl δαῖτα , δαίτης priest who divided the victims masc voc sg δαῖτα , δαίτης priest who divided the victims masc nom sg (epic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαῖτ' — δαῖτα , δαίς 3 fire brand fem acc sg δαῖτε , δαίς 3 fire brand fem nom/voc/acc dual δαῖται , δαίτη feast fem nom/voc pl δαῖτα , δαίτης priest who divided the victims masc voc sg δαῖτα , δαίτης priest who divided the victims masc nom sg (epic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδαίτης — ὁ, και τ. θηλ. στην κλητ. σύνδαιτι Α ο συνδαιτυμόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δαίτης (< δαίομαι «τρώγω»), πρβλ. λαιμο δαίτης] … Dictionary of Greek